- πελεκώντων
- πελεκάωhewpres part act masc/neut gen plπελεκάωhewpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελεκώ — πελεκῶ, άω, ΝΜΑ [πέλεκυς] 1. κόβω ξύλο με πέλεκυ ή κατεργάζομαι με πέλεκυ ξύλο ή αντικείμενο από ξύλο («ἦν δ ὁ κτύπος αὐτῶν πελεκώντων ὥσπερ ἐν ναυπηγίῳ», Αριστοφ.) 2. σφυροκοπώ ακατέργαστους λίθους για να τούς προσαρμόσω σε ορισμένη θέση… … Dictionary of Greek